Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
View word page
καταδοξάζω
καταδοξάζω fut. άσω = καταδοκέω, Xen.
ShortDef
have a negative opinion about; form a wrong opinion
Debugging
Headword:
καταδοξάζω
Headword (normalized):
καταδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
καταδοξαζω
IDX:
16861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16877
Key:
katadoca/zw
Data
{'content': 'καταδοξάζω\n fut. άσω \n = καταδοκέω, Xen.', 'key': 'katadoca/zw'}