Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
View word page
καταδιώκω
καταδιώκω fut. ξω or ξομαι to pursue closely, Thuc.

ShortDef

to pursue closely

Debugging

Headword:
καταδιώκω
Headword (normalized):
καταδιώκω
Headword (normalized/stripped):
καταδιωκω
IDX:
16859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16875
Key:
katadiw/kw

Data

{'content': 'καταδιώκω\n fut. ξω\n or ξομαι\n to pursue closely, Thuc.', 'key': 'katadiw/kw'}