Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
View word page
καταδίδωμι
καταδίδωμι fut. -δώσω to give away, intr. to open into, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.
ShortDef
to give away
Debugging
Headword:
καταδίδωμι
Headword (normalized):
καταδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
καταδιδωμι
IDX:
16856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16872
Key:
katadi/dwmi
Data
{'content': 'καταδίδωμι\n fut. -δώσω\n to give away, intr. to open into, ἡ Προποντὶς καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.', 'key': 'katadi/dwmi'}