Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
View word page
καταδιαλλάσσω
καταδιαλλάσσω fut. ξω to reconcile again, Ar.

ShortDef

to reconcile again

Debugging

Headword:
καταδιαλλάσσω
Headword (normalized):
καταδιαλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταδιαλλασσω
IDX:
16855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16871
Key:
katadialla/ssw

Data

{'content': 'καταδιαλλάσσω\n fut. ξω\n to reconcile again, Ar.', 'key': 'katadialla/ssw'}