Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
View word page
καταδημοβορέω
καταδημοβορέω fut. ήσω δημοβόρος to consume publicly, Il.

ShortDef

to consume publicly

Debugging

Headword:
καταδημοβορέω
Headword (normalized):
καταδημοβορέω
Headword (normalized/stripped):
καταδημοβορεω
IDX:
16853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16869
Key:
katadhmobore/w

Data

{'content': 'καταδημοβορέω\n fut. ήσω\n δημοβόρος\n to consume publicly, Il.', 'key': 'katadhmobore/w'}