Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
View word page
καταδημαγωγέω
καταδημαγωγέω fut. ήσω to conquer by the arts of a demagogue:—Pass. to be so conquered, Plut.
ShortDef
to conquer by the arts of a demagogue
Debugging
Headword:
καταδημαγωγέω
Headword (normalized):
καταδημαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
καταδημαγωγεω
IDX:
16852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16868
Key:
katadhmagwge/w
Data
{'content': 'καταδημαγωγέω\n fut. ήσω\n to conquer by the arts of a demagogue:—Pass. to be so conquered, Plut.', 'key': 'katadhmagwge/w'}