Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
View word page
κατάδηλος
κατάδηλος κατά-δηλος, ον quite manifest, plain, visible, Hdt., Thuc.; κατάδηλον ποιεῖν to make known, discover, Hdt., Soph.; κ. εἶναι to be discovered, Hdt., Plat.

ShortDef

quite manifest, plain, visible

Debugging

Headword:
κατάδηλος
Headword (normalized):
κατάδηλος
Headword (normalized/stripped):
καταδηλος
IDX:
16851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16867
Key:
kata/dhlos

Data

{'content': 'κατάδηλος\n κατά-δηλος, ον\n quite manifest, plain, visible, Hdt., Thuc.; κατάδηλον ποιεῖν to make known, discover, Hdt., Soph.; κ. εἶναι to be discovered, Hdt., Plat.', 'key': 'kata/dhlos'}