Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
View word page
καταδέω
καταδέω fut. -δεήσω to want, lack, need, c. gen., esp. of numbers, καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων ὡς μὴ εἶναι πεντακοσίων it wants 15 stadia of being 500, Hdt. Dep. καταδέομαι to intreat earnestly, Lat. deprecari, c. gen. pers., Plat.

ShortDef

to bind, take prisoner, convict, cast a spell on
to want, lack, need

Debugging

Headword:
καταδέω
Headword (normalized):
καταδέω
Headword (normalized/stripped):
καταδεω
IDX:
16850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16866
Key:
katade/w2

Data

{'content': 'καταδέω\n fut. -δεήσω\n to want, lack, need, c. gen., esp. of numbers, καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων ὡς μὴ εἶναι πεντακοσίων it wants 15 stadia of being 500, Hdt.\n Dep. καταδέομαι to intreat earnestly, Lat. deprecari, c. gen. pers., Plat.', 'key': 'katade/w2'}