Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
View word page
καταδεύω
καταδεύω fut. σω to wet through, Il., Hes.:—of a river, to water, πεδία Eur.
ShortDef
to wet through
Debugging
Headword:
καταδεύω
Headword (normalized):
καταδεύω
Headword (normalized/stripped):
καταδευω
IDX:
16847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16863
Key:
katadeu/w
Data
{'content': 'καταδεύω\n fut. σω\n to wet through, Il., Hes.:—of a river, to water, πεδία Eur.', 'key': 'katadeu/w'}