Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέω
View word page
καταδείδω
καταδείδω fut. -δείσω aor1 inf. -δεῖσαι to fear greatly, τι Ar., Thuc.

ShortDef

to fear greatly

Debugging

Headword:
καταδείδω
Headword (normalized):
καταδείδω
Headword (normalized/stripped):
καταδειδω
IDX:
16842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16858
Key:
katadei/dw

Data

{'content': 'καταδείδω\n fut. -δείσω\n aor1 inf. -δεῖσαι\n to fear greatly, τι Ar., Thuc.', 'key': 'katadei/dw'}