Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
View word page
καταδατέομαι
καταδατέομαι fut. -δάσομαι Mid. to divide among themselves, tear and devour, Il.
ShortDef
to divide among themselves, tear and devour
Debugging
Headword:
καταδατέομαι
Headword (normalized):
καταδατέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδατεομαι
IDX:
16839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16855
Key:
katadate/omai
Data
{'content': 'καταδατέομαι\n fut. -δάσομαι\n Mid. to divide among themselves, tear and devour, Il.', 'key': 'katadate/omai'}