Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
View word page
καταδαρθάνω
καταδαρθάνω aor2 -έδαρθον metaph. -έδραθον 2nd pl. καδραθέτην perf. -δεδάρθηκα to fall asleep, in aor. to be asleep, sleep, Od.:—in pres. to be just falling asleep, Plat.; perf. καταδεδαρθηκώς having fallen asleep, Plat. simply to pass the night, κατέδαρθον ἐν ὅπλοις Thuc.

ShortDef

to fall asleep

Debugging

Headword:
καταδαρθάνω
Headword (normalized):
καταδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
καταδαρθανω
IDX:
16838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16854
Key:
katadarqa/nw

Data

{'content': 'καταδαρθάνω\n aor2 -έδαρθον\n metaph. -έδραθον\n 2nd pl. καδραθέτην\n perf. -δεδάρθηκα\n to fall asleep, in aor. to be asleep, sleep, Od.:—in pres. to be just falling asleep, Plat.; perf. καταδεδαρθηκώς having fallen asleep, Plat.\n simply to pass the night, κατέδαρθον ἐν ὅπλοις Thuc.', 'key': 'katadarqa/nw'}