Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
καταδεύω
View word page
καταδάπτω
καταδάπτω fut. -ψω to rend in pieces, devour, Hom.: metaph. in Mid., καταδάπτεται ἦτορ Od.
ShortDef
to rend in pieces, devour
Debugging
Headword:
καταδάπτω
Headword (normalized):
καταδάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταδαπτω
IDX:
16837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16853
Key:
katada/ptw
Data
{'content': 'καταδάπτω\n fut. -ψω\n to rend in pieces, devour, Hom.: metaph. in Mid., καταδάπτεται ἦτορ Od.', 'key': 'katada/ptw'}