Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδέρκομαι
κατάδεσμος
View word page
καταδαπανάω
καταδαπανάω fut. ήσω to squander, lavish, Xen.:— Pass., τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Hdt. to consume entirely, of an army, Xen.
ShortDef
to squander, lavish
Debugging
Headword:
καταδαπανάω
Headword (normalized):
καταδαπανάω
Headword (normalized/stripped):
καταδαπαναω
IDX:
16836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16852
Key:
katadapana/w
Data
{'content': 'καταδαπανάω\n fut. ήσω\n to squander, lavish, Xen.:— Pass., τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Hdt.\n to consume entirely, of an army, Xen.', 'key': 'katadapana/w'}