Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
View word page
καταδαμάζω
καταδαμάζω aor mid. inf. -δαμάσασθαι Mid. to subdue utterly, Thuc.

ShortDef

subdue

Debugging

Headword:
καταδαμάζω
Headword (normalized):
καταδαμάζω
Headword (normalized/stripped):
καταδαμαζω
IDX:
16834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16850
Key:
katadama/zomai

Data

{'content': 'καταδαμάζω\n aor mid. inf. -δαμάσασθαι\n Mid. to subdue utterly, Thuc.', 'key': 'katadama/zomai'}