Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
View word page
καταδακρύω
καταδακρύω fut. σω to bewail, τὴν τύχην Xen.: absol. to weep bitterly, Eur.

ShortDef

to bewail

Debugging

Headword:
καταδακρύω
Headword (normalized):
καταδακρύω
Headword (normalized/stripped):
καταδακρυω
IDX:
16833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16849
Key:
katadakru/w

Data

{'content': 'καταδακρύω\n fut. σω\n to bewail, τὴν τύχην Xen.: absol. to weep bitterly, Eur.', 'key': 'katadakru/w'}