Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
καταδείδω
View word page
καταδάκνω
καταδάκνω fut. -δήξομαι to bite in pieces, Batr., Theocr.

ShortDef

to bite in pieces

Debugging

Headword:
καταδάκνω
Headword (normalized):
καταδάκνω
Headword (normalized/stripped):
καταδακνω
IDX:
16832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16848
Key:
katada/knw

Data

{'content': 'καταδάκνω\n fut. -δήξομαι\n to bite in pieces, Batr., Theocr.', 'key': 'katada/knw'}