Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεῖ
View word page
καταδαίνυμαι
καταδαίνυμαι fut. -δαίσομαι Dep. to devour, Theocr.
ShortDef
to devour
Debugging
Headword:
καταδαίνυμαι
Headword (normalized):
καταδαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
καταδαινυμαι
IDX:
16831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16847
Key:
katadai/numai
Data
{'content': 'καταδαίνυμαι\n fut. -δαίσομαι\n Dep. to devour, Theocr.', 'key': 'katadai/numai'}