Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
View word page
καταγωνίζομαι
καταγωνίζομαι fut. Attic ιοῦμαι Dep. to struggle against, prevail against, conquer, Luc.: as Pass., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.
ShortDef
to struggle against, prevail against, conquer
Debugging
Headword:
καταγωνίζομαι
Headword (normalized):
καταγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταγωνιζομαι
IDX:
16830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16846
Key:
katagwni/zomai
Data
{'content': 'καταγωνίζομαι\n fut. Attic ιοῦμαι\n Dep. to struggle against, prevail against, conquer, Luc.: as Pass., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.', 'key': 'katagwni/zomai'}