Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάγνωσις
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
View word page
καταγώγιον
καταγώγιον κατᾰγώγιον, ου, τό, from κατάγω a place to lodge in, an inn, hotel, Thuc., Xen., etc.
ShortDef
a place to lodge in, an inn, hotel
Debugging
Headword:
καταγώγιον
Headword (normalized):
καταγώγιον
Headword (normalized/stripped):
καταγωγιον
IDX:
16829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16845
Key:
katagw/gion
Data
{'content': 'καταγώγιον\n κατᾰγώγιον, ου, τό,\n from κατάγω\n a place to lodge in, an inn, hotel, Thuc., Xen., etc.', 'key': 'katagw/gion'}