Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδαμάζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
View word page
καταγυμνάζω
καταγυμνάζω to exercise much, discipline, Luc.
ShortDef
to exercise much, discipline
Debugging
Headword:
καταγυμνάζω
Headword (normalized):
καταγυμνάζω
Headword (normalized/stripped):
καταγυμναζω
IDX:
16826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16842
Key:
katagumna/zw
Data
{'content': 'καταγυμνάζω\n to exercise much, discipline, Luc.', 'key': 'katagumna/zw'}