Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
καταδακρύω
View word page
καταγορεύω
καταγορεύω fut. σω to denounce, τί τινι Ar., Thuc.; τι πρός τινα Xen.

ShortDef

to tell, announce; denounce, accuse

Debugging

Headword:
καταγορεύω
Headword (normalized):
καταγορεύω
Headword (normalized/stripped):
καταγορευω
IDX:
16823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16839
Key:
katagoreu/w

Data

{'content': 'καταγορεύω\n fut. σω\n to denounce, τί τινι Ar., Thuc.; τι πρός τινα Xen.', 'key': 'katagoreu/w'}