Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνω
View word page
καταγοράζω
καταγοράζω fut. άσω to buy up, φορτία Dem.

ShortDef

to buy up

Debugging

Headword:
καταγοράζω
Headword (normalized):
καταγοράζω
Headword (normalized/stripped):
καταγοραζω
IDX:
16822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16838
Key:
katagora/zw

Data

{'content': 'καταγοράζω\n fut. άσω\n to buy up, φορτία Dem.', 'key': 'katagora/zw'}