Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
καταγωνίζομαι
View word page
καταγνωστέος
καταγνωστέος καταγνωστέος, ον verb. adj. of καταγιγνώσκω one must condemn, τινός Luc.
ShortDef
one must condemn
Debugging
Headword:
καταγνωστέος
Headword (normalized):
καταγνωστέος
Headword (normalized/stripped):
καταγνωστεος
IDX:
16820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16836
Key:
katagnwste/os
Data
{'content': 'καταγνωστέος\n καταγνωστέος, ον\n verb. adj. of καταγιγνώσκω\n one must condemn, τινός Luc.', 'key': 'katagnwste/os'}