Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταγηράσκω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
View word page
κατάγνωσις
κατάγνωσις κατάγνωσις, εως καταγιγνώσκω a thinking ill of, a low or contemptuous opinion of, c. gen., Thuc. judgment given against one, condemnation, Thuc., Dem.; τοῦ θανάτου to death, Xen.

ShortDef

a thinking ill of, a low

Debugging

Headword:
κατάγνωσις
Headword (normalized):
κατάγνωσις
Headword (normalized/stripped):
καταγνωσις
IDX:
16819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16835
Key:
kata/gnwsis

Data

{'content': 'κατάγνωσις\n κατάγνωσις, εως\n καταγιγνώσκω\n a thinking ill of, a low or contemptuous opinion of, c. gen., Thuc.\n judgment given against one, condemnation, Thuc., Dem.; τοῦ θανάτου to death, Xen.', 'key': 'kata/gnwsis'}