Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάγελως
καταγηράσκω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
καταγυμνάζω
κατάγω
καταγωγή
View word page
κατάγνυμι
κατάγνυμι inf. -ύναι καταγνύω fut. κατάξω aor1 κατέαξα part. κατάξας Pass., aor2 κατεάγην opt. κατᾱγείην perf. κατέᾱγα Ionic κατέηγα perf act in passive sense to break in pieces, shatter, shiver, crack, Hom., Attic to break up, weaken, enervate, Eur., Plat. Pass. with perf. act. to be broken, δόρατα κατεηγότα Hdt.; κατεαγέναι or καταγῆναι τὴν κεφαλήν to have the head broken, Ar., etc.; c. gen., τῆς κεφαλῆς κατέαγε he has got a bit of his head broken, Ar.

ShortDef

to break in pieces, shatter, shiver, crack

Debugging

Headword:
κατάγνυμι
Headword (normalized):
κατάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταγνυμι
IDX:
16818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16834
Key:
kata/gnumi

Data

{'content': 'κατάγνυμι\n inf. -ύναι\n καταγνύω\n fut. κατάξω\n aor1 κατέαξα\n part. κατάξας\n Pass., aor2 κατεάγην\n opt. κατᾱγείην\n perf. κατέᾱγα\n Ionic κατέηγα\n perf act in passive sense\n to break in pieces, shatter, shiver, crack, Hom., Attic\n to break up, weaken, enervate, Eur., Plat.\n Pass. with perf. act. to be broken, δόρατα κατεηγότα Hdt.; κατεαγέναι or καταγῆναι τὴν κεφαλήν to have the head broken, Ar., etc.; c. gen., τῆς κεφαλῆς κατέαγε he has got a bit of his head broken, Ar.', 'key': 'kata/gnumi'}