Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Καταγέλα
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγηράσκω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
κατάγραφος
καταγράφω
View word page
κάταγμα
κάταγμα κάταγμα, ατος, τό, κατάγω wool drawn or spun out, worsted, Plat.: a flock of wool, Soph.
ShortDef
wool drawn
fragment; fracture
Debugging
Headword:
κάταγμα
Headword (normalized):
κάταγμα
Headword (normalized/stripped):
καταγμα
IDX:
16815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16831
Key:
ka/tagma1
Data
{'content': 'κάταγμα\n κάταγμα, ατος, τό,\n κατάγω\n wool drawn or spun out, worsted, Plat.: a flock of wool, Soph.', 'key': 'ka/tagma1'}