Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάγγελτος
κατάγειος
Καταγέλα
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγηράσκω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
καταγνωστέος
καταγοητεύω
καταγοράζω
καταγορεύω
View word page
καταγλαΐζω
καταγλαΐζω to glorify, Anth.

ShortDef

glorify

Debugging

Headword:
καταγλαΐζω
Headword (normalized):
καταγλαΐζω
Headword (normalized/stripped):
καταγλαιζω
IDX:
16813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16829
Key:
kataglai/zw

Data

{'content': 'καταγλαΐζω\n to glorify, Anth.', 'key': 'kataglai/zw'}