Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
Καταγέλα
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγηράσκω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
καταγνωστέος
View word page
καταγίγνομαι
καταγίγνομαι Ionic and later -γίνομαι to abide, dwell, ap. Dem.

ShortDef

to abide, dwell

Debugging

Headword:
καταγίγνομαι
Headword (normalized):
καταγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταγιγνομαι
IDX:
16810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16826
Key:
katagi/gnomai

Data

{'content': 'καταγίγνομαι\n Ionic and later -γίνομαι\n to abide, dwell, ap. Dem.', 'key': 'katagi/gnomai'}