Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
Καταγέλα
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγηράσκω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
κατάγνωσις
View word page
καταγηράσκω
καταγηράσκω and -γηράω fut. -γηράσομαι and άσω aor1 -εγήρᾱσα to grow old, Lat. senescere, Od., Hdt.
ShortDef
to grow old
Debugging
Headword:
καταγηράσκω
Headword (normalized):
καταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
καταγηρασκω
IDX:
16809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16825
Key:
kataghra/skw
Data
{'content': 'καταγηράσκω\n and -γηράω\n fut. -γηράσομαι\n and άσω\n aor1 -εγήρᾱσα\n to grow old, Lat. senescere, Od., Hdt.', 'key': 'kataghra/skw'}