Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταβυρσόω
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
Καταγέλα
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγηράσκω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
View word page
κατάγελως
κατάγελως κατά-γελως, ωτος, mockery, derision, ridicule, Lat. ludibrium, ἐμαυτοῦ καταγέλωτα τάδε; these ornaments which bring ridicule upon me? Aesch.; κ. πλατύς sheer mockery, Ar.; ὁ κ. τῆς πράξεως the crowning absurdity of the matter, Plat.

ShortDef

mockery, derision, ridicule

Debugging

Headword:
κατάγελως
Headword (normalized):
κατάγελως
Headword (normalized/stripped):
καταγελως
IDX:
16808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16824
Key:
kata/gelws

Data

{'content': 'κατάγελως\n κατά-γελως, ωτος,\n mockery, derision, ridicule, Lat. ludibrium, ἐμαυτοῦ καταγέλωτα τάδε; these ornaments which bring ridicule upon me? Aesch.; κ. πλατύς sheer mockery, Ar.; ὁ κ. τῆς πράξεως the crowning absurdity of the matter, Plat.', 'key': 'kata/gelws'}