Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταβροχθίζω
καταβρύκω
καταβυρσόω
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
Καταγέλα
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγηράσκω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
κάταγμα
καταγνάμπτω
View word page
καταγέλαστος
καταγέλαστος καταγέλαστος, ον ridiculous, absurd, Hdt., Ar.: adv. -τως, Sup. -τότατα, Plat. from καταγελάω

ShortDef

ridiculous, absurd

Debugging

Headword:
καταγέλαστος
Headword (normalized):
καταγέλαστος
Headword (normalized/stripped):
καταγελαστος
IDX:
16806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16822
Key:
katage/lastos

Data

{'content': 'καταγέλαστος\n καταγέλαστος, ον\n ridiculous, absurd, Hdt., Ar.: adv. -τως, Sup. -τότατα, Plat.\n from καταγελάω', 'key': 'katage/lastos'}