καταγέλαστος
καταγέλαστος
καταγέλαστος, ον
ridiculous, absurd, Hdt., Ar.: adv. -τως, Sup. -τότατα, Plat.
from καταγελάω
{
"content": "καταγέλαστος\n καταγέλαστος, ον\n ridiculous, absurd, Hdt., Ar.: adv. -τως, Sup. -τότατα, Plat.\n from καταγελάω",
"key": "katage/lastos"
}