Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταβρέχω
καταβρίθω
καταβροχθίζω
καταβρύκω
καταβυρσόω
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
Καταγέλα
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγηράσκω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλωττίζω
View word page
κατάγειος
κατάγειος κατά-γαιος, ον γῆ in or under the earth, underground, subterranean, Hdt., Xen., etc.
ShortDef
in or under the earth, subterranean
Debugging
Headword:
κατάγειος
Headword (normalized):
κατάγειος
Headword (normalized/stripped):
καταγειος
IDX:
16804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16820
Key:
kata/geios
Data
{'content': 'κατάγειος\n κατά-γαιος, ον\n γῆ\n in or under the earth, underground, subterranean, Hdt., Xen., etc.', 'key': 'kata/geios'}