Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβραβεύω
καταβρέχω
καταβρίθω
καταβροχθίζω
καταβρύκω
καταβυρσόω
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
Καταγέλα
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
View word page
καταβυρσόω
καταβυρσόω fut. ώσω to cover quite with hides, Thuc.
ShortDef
to cover quite with hides
Debugging
Headword:
καταβυρσόω
Headword (normalized):
καταβυρσόω
Headword (normalized/stripped):
καταβυρσοω
IDX:
16798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16814
Key:
kataburso/w
Data
{'content': 'καταβυρσόω\n fut. ώσω\n to cover quite with hides, Thuc.', 'key': 'kataburso/w'}