Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβραβεύω
καταβρέχω
καταβρίθω
καταβροχθίζω
καταβρύκω
καταβυρσόω
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
Καταγέλα
καταγέλαστος
καταγελάω
View word page
καταβρύκω
καταβρύκω to bite in pieces, eat up, Anth.

ShortDef

to bite in pieces, eat up

Debugging

Headword:
καταβρύκω
Headword (normalized):
καταβρύκω
Headword (normalized/stripped):
καταβρυκω
IDX:
16797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16813
Key:
katabru/kw

Data

{'content': 'καταβρύκω\n to bite in pieces, eat up, Anth.', 'key': 'katabru/kw'}