Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβραβεύω
καταβρέχω
καταβρίθω
καταβροχθίζω
καταβρύκω
καταβυρσόω
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
Καταγέλα
View word page
καταβρίθω
καταβρίθω fut. -βρίσω perf. -βέβρῑθα intr. to be heavily laden or weighed down by a thing, c. dat., Hes., Theocr. trans. to weigh down, to outweigh, ὄλβῳ κ. βασιλῆας Theocr.

ShortDef

to be heavily laden

Debugging

Headword:
καταβρίθω
Headword (normalized):
καταβρίθω
Headword (normalized/stripped):
καταβριθω
IDX:
16795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16811
Key:
katabri/qw

Data

{'content': 'καταβρίθω\n fut. -βρίσω\n perf. -βέβρῑθα\n intr. to be heavily laden or weighed down by a thing, c. dat., Hes., Theocr.\n trans. to weigh down, to outweigh, ὄλβῳ κ. βασιλῆας Theocr.', 'key': 'katabri/qw'}