Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαχεί
ἀμαχητί
ἀμάχητος
View word page
ἀμάρυγμα
ἀμάρυγμα from ἀμαρύσσω a sparkle, twinkle, changing colour and light, Anth.; quivering, of the lip, Theocr. From
ShortDef
a sparkle, twinkle
Debugging
Headword:
ἀμάρυγμα
Headword (normalized):
ἀμάρυγμα
Headword (normalized/stripped):
αμαρυγμα
IDX:
1681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1681
Key:
a)ma/rugma
Data
{'content': 'ἀμάρυγμα\n from ἀμαρύσσω\n a sparkle, twinkle, changing colour and light, Anth.; quivering, of the lip, Theocr. From', 'key': 'a)ma/rugma'}