Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβραβεύω
καταβρέχω
καταβρίθω
καταβροχθίζω
καταβρύκω
καταβυρσόω
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελία
καταγγέλλω
View word page
καταβόστρυχος
καταβόστρυχος κατα-βόστρῡχος, ον with flowing locks, Eur.
ShortDef
with flowing locks
Debugging
Headword:
καταβόστρυχος
Headword (normalized):
καταβόστρυχος
Headword (normalized/stripped):
καταβοστρυχος
IDX:
16792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16808
Key:
katabo/struxos
Data
{'content': 'καταβόστρυχος\n κατα-βόστρῡχος, ον\n with flowing locks, Eur.', 'key': 'katabo/struxos'}