Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβραβεύω
καταβρέχω
καταβρίθω
View word page
καταβληχάομαι
καταβληχάομαι Dep. to bleat loudly, Theocr.
ShortDef
to bleat loudly
Debugging
Headword:
καταβληχάομαι
Headword (normalized):
καταβληχάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβληχαομαι
IDX:
16785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16801
Key:
katablhxa/omai
Data
{'content': 'καταβληχάομαι\n Dep. to bleat loudly, Theocr.', 'key': 'katablhxa/omai'}