Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαχεί
ἀμαχητί
View word page
ἀμαρυγή
ἀμαρυγή from ἀμαρύσσω; = μαρμαρυγή a sparkling, glancing, of the eye, Hhymn.; of horsesʼ feet, Ar.

ShortDef

a sparkling, glancing

Debugging

Headword:
ἀμαρυγή
Headword (normalized):
ἀμαρυγή
Headword (normalized/stripped):
αμαρυγη
IDX:
1680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1680
Key:
a)marugh/

Data

{'content': 'ἀμαρυγή\n from ἀμαρύσσω; = μαρμαρυγή\n a sparkling, glancing, of the eye, Hhymn.; of horsesʼ feet, Ar.', 'key': 'a)marugh/'}