Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
ἀγητός
ἁγιασμός
ἁγίζω
ἀγινέω
ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
View word page
ἀγκάζομαι
ἀγκάζομαι ἀγκάς Mid. to lift up in the arms, Il.
ShortDef
to lift up in the arms
Debugging
Headword:
ἀγκάζομαι
Headword (normalized):
ἀγκάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγκαζομαι
IDX:
168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n168
Key:
a)gka/zomai
Data
{'content': 'ἀγκάζομαι\n ἀγκάς\n Mid. to lift up in the arms, Il.', 'key': 'a)gka/zomai'}