Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβραβεύω
View word page
καταβλητέος
καταβλητέος καταβλητέος, ον verb. adj. of καταβάλλω, Plat.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβλητέος
Headword (normalized):
καταβλητέος
Headword (normalized/stripped):
καταβλητεος
IDX:
16783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16799
Key:
katablhte/os

Data

{'content': 'καταβλητέος\n καταβλητέος, ον\n verb. adj. of καταβάλλω, Plat.', 'key': 'katablhte/os'}