Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
καταβόσκω
καταβόστρυχος
View word page
καταβλέπω
καταβλέπω fut. ψω to look down at, Plut.

ShortDef

to look down at

Debugging

Headword:
καταβλέπω
Headword (normalized):
καταβλέπω
Headword (normalized/stripped):
καταβλεπω
IDX:
16782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16798
Key:
katable/pw

Data

{'content': 'καταβλέπω\n fut. ψω\n to look down at, Plut.', 'key': 'katable/pw'}