Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
καταβόσκω
View word page
καταβλάπτω
καταβλάπτω fut. ψω to hurt greatly, damage, Hhymn., Plat.

ShortDef

to hurt greatly, damage

Debugging

Headword:
καταβλάπτω
Headword (normalized):
καταβλάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταβλαπτω
IDX:
16781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16797
Key:
katabla/ptw

Data

{'content': 'καταβλάπτω\n fut. ψω\n to hurt greatly, damage, Hhymn., Plat.', 'key': 'katabla/ptw'}