Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταβαρέω
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
View word page
καταβιόω
καταβιόω fut. ώσομαι aor2 κατεβίων later aor1 -εβίωσα to bring life to an end, Plat.
ShortDef
to bring life to an end
Debugging
Headword:
καταβιόω
Headword (normalized):
καταβιόω
Headword (normalized/stripped):
καταβιοω
IDX:
16780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16796
Key:
katabio/w
Data
{'content': 'καταβιόω\n fut. ώσομαι\n aor2 κατεβίων\n later aor1 -εβίωσα\n to bring life to an end, Plat.', 'key': 'katabio/w'}