Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταβάπτω
καταβαρέω
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
View word page
καταβιβρώσκω
καταβιβρώσκω fut. -βρώσομαι aor2 -έβρων perf. pass. -βέβρωμαι aor1 -εβρώθην to eat up, devour, Hdt., Plat.
ShortDef
to eat up, devour
Debugging
Headword:
καταβιβρώσκω
Headword (normalized):
καταβιβρώσκω
Headword (normalized/stripped):
καταβιβρωσκω
IDX:
16779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16795
Key:
katabibrw/skw
Data
{'content': 'καταβιβρώσκω\n fut. -βρώσομαι\n aor2 -έβρων\n perf. pass. -βέβρωμαι\n aor1 -εβρώθην\n to eat up, devour, Hdt., Plat.', 'key': 'katabibrw/skw'}