Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταβάλλω
καταβάπτω
καταβαρέω
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
View word page
καταβιβαστέος
καταβιβαστέος from καταβῐβάζω κᾰταβῐβαστέος, α, ον verbal adj. of καταβιβάζω to be brought down, Plat.
ShortDef
to be brought down
Debugging
Headword:
καταβιβαστέος
Headword (normalized):
καταβιβαστέος
Headword (normalized/stripped):
καταβιβαστεος
IDX:
16778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16794
Key:
katabibaste/os
Data
{'content': 'καταβιβαστέος\n from καταβῐβάζω\n κᾰταβῐβαστέος, α, ον\n verbal adj. of καταβιβάζω\n to be brought down, Plat.', 'key': 'katabibaste/os'}