Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτω
καταβαρέω
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
View word page
καταβιάζω
καταβιάζω fut. mid.άσομαι usu. mid. to constrain, Thuc. Pass. to be forced, Plut.
ShortDef
subdue by force
Debugging
Headword:
καταβιάζω
Headword (normalized):
καταβιάζω
Headword (normalized/stripped):
καταβιαζω
IDX:
16776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16792
Key:
katabia/zomai
Data
{'content': 'καταβιάζω\n fut. mid.άσομαι\n usu. mid.\n to constrain, Thuc.\n Pass. to be forced, Plut.', 'key': 'katabia/zomai'}