Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτω
καταβαρέω
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβαΰζω
καταβεβαιόομαι
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβλάπτω
καταβλέπω
καταβλητέος
καταβλητικός
καταβληχάομαι
View word page
καταβεβαιόομαι
καταβεβαιόομαι Dep. to affirm strongly, Plut.

ShortDef

to affirm strongly

Debugging

Headword:
καταβεβαιόομαι
Headword (normalized):
καταβεβαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβεβαιοομαι
IDX:
16775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16791
Key:
katabebaio/omai

Data

{'content': 'καταβεβαιόομαι\n Dep. to affirm strongly, Plut.', 'key': 'katabebaio/omai'}