Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
ἁμαρτῆ
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλός
ἀμαρυγή
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαχεί
View word page
ἁμαρτωλός
ἁμαρτωλός sinful:— as Subst. a sinner, NTest.

ShortDef

(adj.) sinful, (n.) sinner

Debugging

Headword:
ἁμαρτωλός
Headword (normalized):
ἁμαρτωλός
Headword (normalized/stripped):
αμαρτωλος
IDX:
1679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1679
Key:
a(martwlo/s

Data

{'content': 'ἁμαρτωλός\n sinful:— as Subst. a sinner, NTest.', 'key': 'a(martwlo/s'}